- ακαματιά
- ηακαμασιά*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαμάτεμα — ακαμάτεμα, το και ακαματιά, η και ακαμασιά, η τεμπελιά: Ακαματιά, Θεού κατάρα (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαμασιά — και ακαματιά, η [ακαμάτης] η τεμπελιά, οκνηρία, απραξία «σημάδι ακαμασιάς το κομπολόι» (Λασκαρ. Λήξ. 253) παροιμ. «ακαμασιά, σπιτιού ξεθεμελιώστρα», «ακαμασιά, Θεού κατάρα» … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek